διοχέτευση

διοχέτευση
η [διοχετεύω]
1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού
2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο)
3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» — παροχή επιλεκτική ή κρυφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διοχέτευση — η 1. μεταφορά με αγωγό ή με καλώδια: Διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος. 2. μτφ., μετάδοση με ελεγχόμενο τρόπο: Έγινε διοχέτευση πληροφοριών στον τύπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • υδραυλικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση του νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα: Υδραυλικό πιεστήριο. 2. που αντέχει στη διαλυτική επίδραση του νερού: Υδραυλικός ασβέστης. 3. το αρσ. ως ουσ., υδραυλικός ειδικός τεχνίτης που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • αερισμός — ο [αερίζω] τεχνολ. 1) η εξασφάλιση τής κινήσεως, τής κυκλοφορίας και τού ποιοτικού ελέγχου τού αέρα σε έναν κλειστό χώρο. Ο αερισμός περιλαμβάνει τη διοχέτευση καθαρού αέρα καθώς και την απομάκρυνση τού μολυσμένου αέρα από τον χώρο αυτό 2) γενικά …   Dictionary of Greek

  • αεριστικός — ή, ό [αερίζω] 1. αυτός που φέρνει αέρα 2. αυτός που συντελείται με τη διοχέτευση αέρα («αεριστικός καθαρισμός») …   Dictionary of Greek

  • αμπολή — η 1. τεχνητό αυλάκι για τη διοχέτευση τού νερού σε απομακρυσμένα σημεία, οχετός, χαντάκι 2. το φράγμα που σχηματίζεται σε ένα σημείο τής κοίτης τού ρεύματος προς συγκέντρωση τού ύδατος και ανύψωση τής στάθμης του, ώστε να είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”